- σφραγίζω
- ΝΜΑ, και ιων. τ. σφρηγίζω Α [σφραγίς, -ίδος]1. επιθέτω σφραγίδα, βάζω βούλλα (α. «το πιστοποιητικό σφραγίστηκε από την αρμόδια υπηρεσία» β. «τὸ βιβλίον τῆς κτήσεως τὸ ἐσφραγισμένον», ΠΔ)2. κλείνω κάτι βάζοντας σφραγίδα ή σαν να βάζω σφραγίδα (α. «τού σφράγισαν το μαγαζί γιατί δεν είχε πληρώσει τα γραμμάτια» β. «ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον», ΚΔ)νεοελλ.1. συνεκδ. κλείνω κάτι καλά, κλείνω ερμητικά («σφράγισε το μπουκάλι για να μην εξατμιστεί το άρωμα»)2. φρ. «σφραγίζω τα δόντια»(για οδοντίατρο) φράζω την οπή τερηδονισμού ενός δοντιού με ειδικό αμάλγαμα προκειμένου να αποφευχθεί περαιτέρω φθορά τουμσν.1. (σχετικά με χειροτονία ή εκλογή) επικυρώνω, επισημοποιώ2. (σχετικά με ιερατικό αξίωμα) εκλέγω ή αναγορεύω με χειροτονίαμσν.-αρχ.1. (κυρίως κατά τη διάρκεια τού μυστηρίου τού βαπτίσματος ή και κατά την προσφορά τιμίων δώρων) κάνω το σημείο τού σταυρού2. μτφ. φράζω, βουλλώνω κάτι (α. «οὓς... ἀφθόγγων στομάτων σφρηγίσατο δεσμῷ» — τούς κατέστησαν άναυδους, Νόνν.β. «ἐσφραγισμένην ἀκριβῶς οὐλήν», Γαλ.)αρχ.1. επιβεβαιώνω τη γνησιότητα ή την ακρίβεια ενός αντικειμένου με την επίθεση σφραγίδας πάνω σε αυτό μετά από σχετική εξέταση («ἐπεθεώρησα μόσχον ἕνα... καὶ δοκιμάσας ἐσφράγισα ὡς ἔστιν καθαρός», πάπ.)2. φυλακίζω κάποιον3. ολοκληρώνω4. μτφ. α) ορίζω κάποιον ως απεσταλμένο μου («ἣν ὁ υἱὸς τοῡ ἀνθρώπου ὑμῑν δώσειτοῡτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός», ΚΔ)β) εγκρίνωγ) θέτω όριο ή τέρμα σε κάτι («σφραγίσαι ἁμαρτίαις», Θεοδοτ.)δ) σημειώνω κάτι σφραγίζοντάς το («καμήλους ἐσφραγισμένας εἰς τὸν δεξιὸν μηρὸν νῡ καὶ ἦτα», πάπ.)5. μέσ. σφραγίζομαια) (γενικά) βάζω σφραγίδαβ) (ειδικά) επιθέτω σφραγίδα πάνω σε αντικείμενο ως ένδειξη ενεχυριασμού του.
Dictionary of Greek. 2013.